γυναίκα

γυναίκα
η
1) женщина;

κακιά γυναίκα — а) злая женщина, ведьма;

б) проститутка;

σωστή γυναίκα — или γυναίκα με τα ούλα της — настоящая женщина; — женщина, что надо;

2) жена, супруга;

έχω γυναίκα — быть женатым;

παίρνω γυναίκα' — жениться;

3) женщина (о прислуге); домашняя работница;

εχουν γυναίκα στο σπίτι — у них есть прислуга;

4) презр, баба (о мужчине)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γυναίκα" в других словарях:

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυναίκα — η 1. άνθρωπος θηλυκού φύλου: Γνώρισα μια πολύ όμορφη γυναίκα. 2. σύζυγος: Η γυναίκα του είναι αρκετά μικρότερή του. 3. υπηρέτρια, καθαρίστρια: Το σπίτι μου είναι μεγάλο και χρειάζομαι γυναίκα για να το καθαρίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυναῖκα — γυνή woman fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποππαία Σαβίνα — Γυναίκα του συντρόφου του Νέρωνα, του μέλλοντα αυτοκράτορα Όθωνα, και μετά δεύτερη γυναίκα του ίδιου του Νέρωνα. Για χάρη της ο Νέρωνας δολοφόνησε τη μητέρα του Αγριππίνα, και χώρισε και προκάλεσε τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας Οκταβίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ρήγιλλα — Γυναίκα του Ηρώδη του Αττικού, που πέθανε λίγο μετά τον γάμο τους. Ο Ηρώδης έχτισε στη μνήμη της το Ωδείο, που βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη και έχει το όνομά του …   Dictionary of Greek

  • Τιμαία — Γυναίκα του Άγη A’, βασιλιά της Σπάρτης. Οι σχέσεις της με τον Αλκιβιάδη προκάλεσαν μεγάλο σκάνδαλο. Οι έφοροι της Σπάρτης, για να ξεπλύνουν την ντροπή, ανέθεσαν στον ναύαρχο Αστύοχο να δολοφονήσει τον Αλκιβιάδη. Αλλά η Τ. ειδοποίησε τον… …   Dictionary of Greek

  • γυναῖκ' — γυναῖκα , γυνή woman fem acc sg γυναῖκε , γυνή woman fem acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναῖχ' — γυναῖκα , γυνή woman fem acc sg γυναῖκε , γυνή woman fem acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»